- λείψεις
- λείβωpouraor subj act 2nd sg (epic)λείπωleavefut ind act 2nd sgλεῖψιςomissionfem nom/voc pl (attic epic)λεῖψιςomissionfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκρώνω — νέκρωσα, νεκρώθηκα, νεκρωμένος 1. μτβ., προκαλώ θάνατο. 2. ναρκώνω, παραλύω. 3. αφαιρώ τη ζωτικότητα κάποιου. 4. αμτβ., γίνομαι αδρανής, χάνω τη ζωτικότητά μου: Εσύ στιγμή να λείψεις, μαραίνεται όλη η φύση, νεκρώνει πάσα χτίση (Βηλαράς). 5. χάνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)